τοπικός

τοπικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. αυτός που έχει σχέση με ορισμένο τόπο: Τοπικά έθιμα.
2. που αφορά σε ορισμένο μέρος του σώματος: Τοπική αναισθησία.
3. το θηλ. ως ουσ., τοπική παλιά πτώση της ινδοευρωπαϊκής γλώσσας, που συγχωνεύτηκε αργότερα με τη δοτική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τοπικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπικός — ή, ό / τοπικός, ή, όν, ΝΜΑ [τόπος] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε έναν συγκεκριμένο τόπο ή που προέρχεται από αυτόν (α. «τοπικά ζητήματα» β. «τοπικὴ δυναστεία», πάπ. γ. «τοπικαὶ φυλαί», Διον. Αλ.) 2. αυτός που εντοπίζεται ή αναφέρεται σε ένα …   Dictionary of Greek

  • τοπικά — τοπικός of neut nom/voc/acc pl τοπικά̱ , τοπικός of fem nom/voc/acc dual τοπικά̱ , τοπικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπικώτερον — τοπικός of adverbial comp τοπικός of masc acc comp sg τοπικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπικωτέραις — τοπικός of fem dat comp pl τοπικωτέρᾱͅς , τοπικός of fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπικωτέρων — τοπικός of fem gen comp pl τοπικός of masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπικῶν — τοπικός of fem gen pl τοπικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπικόν — τοπικός of masc acc sg τοπικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπικαῖς — τοπικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπικαί — τοπικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”